λασιαύχην — λασιαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει δασύτριχο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + αὐχήν] … Dictionary of Greek
λασιαύχενα — λασιαύχην with rough masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιαύχενας — λασιαύχην with rough masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιαύχενες — λασιαύχην with rough masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λασιαύχενος — λασιαύχην with rough masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… … Dictionary of Greek