λασιαύχην

λασιαύχην
λᾰσῐαύχην, ενος, , , ([etym.] λάσιος)
A with rough, shaggy neck, of the centaur, h.Merc.224, cf.

λασιαύχενα χαίταν Ar.Ra.822

(lyr.); of the bear, h.Hom.7.46; of the horse, S.Ant.350 (lyr.);

λ. βύρσα Theoc. 25.272

: also with a neut., λασιαύχενος ἄντρου v.l. Id.Ep.5.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λασιαύχην — λασιαύχην, ενος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει δασύτριχο αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάσιος «δασύτριχος» + αὐχήν] …   Dictionary of Greek

  • λασιαύχενα — λασιαύχην with rough masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασιαύχενας — λασιαύχην with rough masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασιαύχενες — λασιαύχην with rough masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λασιαύχενος — λασιαύχην with rough masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάσιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν ένας από τους μνηστήρες της Ιπποδάμειας. Τον σκότωσε ο Οινόμαος, σύμφωνα με τον μύθο που αναφέρει ο Πίνδαρος. * * * (I) α, ο (Α λάσιος, ία, ον και λάσιος, ον) αυτός που έχει πυκυό τρίχωμα, δασύτριχος, πυκυόμαλλος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”